ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΩΣΤΑ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ και το
'' ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ'' ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ '' ΤΑ ΡΟΖ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ '' ΛΑΚΚΟΥ ''
ΙΔΡΥΣΗ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Από το ζωγράφο-γλύπτη-χαράκτη,Κώστα Καπετανάκη,με την ονομασία
ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΩΣΤΑ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ και το
''ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ'' ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ '' ΤΑ ΡΟΖ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ ''
''ΤΑ ΡΟΖ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ''
Ήρθε ο καιρός
Στη περιοχή του θρυλικού ''Λάκκου''
Στη Γιαμπουδή 32
Το Πάσχα του '14
''Τή Τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς''
Ένα σπίτι
Ένα Μουσείο +1
για την μνήμη των γονέων
Γεωργίου και Μαρίας
Αφιερωμένο
στα παιδιά που χάθηκαν,
που κανείς δεν ξέρει,
στο στοιχειωμένο
στο απαγορευμένο
κόκκινο καλντερίμι
της χαμένης αθωότητας
ένα απόκρυφο
όμως ''ανοιχτό βιβλίο''
που διαβάζει
από τις στοιχειωμένες
''πίσω πόρτες''
που φέρουν το ''λευκό''
από το ''σκότος''
τις λησμονημένες ιστορίες
χωρίς
να θέλει να ''γράψει''
ιστορία,γιατί
αν ακουμπήσεις ευλαβικά
τα απομεινάρια
και βάλεις το αυτί σου
θα στα πουν όλα
οι άδικα ξοδεμένες ψυχές
θολά τα πρόσωπα
τραγικές οι λύπες
πως φύγαν όλοι.
Ένας τόπος φάντασμα.
από τη βία του χρόνου
από τη βία της μνήμης
που κρατά ερμητικά κλειστά τα μυστικά
βιάζεσαι χρόνε
να κρύψεις τις πληγές
να εξαφανίσεις πρόσωπα πράγματα μνήμες εικόνες
τόση βία
Ποτέ
ποτέ
ποτέ
δεν θα κρυφτώ στη σιωπή της μνήμης
θέλω το θαύμα
να ακούσω τις φωνές,τα τραγούδια,τα κλάματα
τις καυτές ανάσες
τα μοιρολόγια
και τις παρακλητικές φωνές,να ζητούν βοήθεια
της φτωχιάς κοπέλας
που άφησε την ψυχή της στον ουρανό
στα καταπράσσινα λειβάδια τα καθαρά
στα μπλε νερά τα καθαρά
στα πιο όμορφα,όμως
απέραντα άδεια και βαρετή
η ζωή των πεθαμένων
μαζί με τ' άλλα τα παιδιά,δεν θέλω άλλα παιδιά,αθώα θύματα εδώ πόνω
δεν μπορούσε να ησυχάσει η ψυχή της εκεί,δεν ξέρω αν
υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο,που θα άφηνε την ομορφιά του ουρανού
με τόση επιμονή τόσο πάθος και ταπεινότητα
και να γυρίσει πίσω στη γη
Βαρέθηκα τις συμβουλές
βαρέθηκα την αιώνια ομορφιά
βρεγμένη από τα ακατάσχετα δάκρυα
του νόστου
θέλω να γυρίσω
Δεν ρώτησα τους Αγγέλους,ίσως
έπρεπε να τους ρωτήσω
θα με άφηναν,μάλλον,δεν θα τους άρεσε αυτή μου η απόφαση
θα τους τα πω όλα,πού θέλω να πάω
Εδώ,στον σιωπηλό δρόμο
που κανείς δεν περνά
ακόμα κι αν δεν γυρίσω
θα τους πω,να κάνω σκάλες τα μαλλιά μου
να κατέβουν και τα άλλα κορίτσια,
για λίγο
να παραβώ τους κανόνες
το ξέρω θα με σηκώσουν στους ώμους και θα με κρεμάσουν
με τα αόρατα σχοινιά της αμαρτίας,έτσι να αιωρούμαι και να με δέρνουν
οι άνεμοι των ενοχών,έτσι σταυρωμένη
να με κατατρώει ο πεινασμένος Άδης
και θα κλειδώσουν και τον ουρανό
σας ικετεύω να παραβώ τους κανόνες
θα τους παραβώ,μάνα μου εσύ τί λες
κάποιος από τους Αρχάγγελους,ίσως να καταλάβει
ότι όλα είναι
και ξανά
και ξανά
και ξανά
και πάλι ξανά,τα ίδια και τα ίδια,στις ειδήσεις τις βραδινές
να με καταλάβει θέλω
Είμαι σε στάση ''προσοχή'',ίσως
να γλυτώσω την απέλαση
θέλω το θαύμα
ένα γράμμα θα ταξιδέψει απόψε
γράμμα που αιμορραγεί
μαζί με το άψυχο κορμί
για να κλάψει και να γράψει
για τις στάχτες του πόνου
ποιος θα πει την ιστορία του πένθους
Μη φοβηθείς να το διαβάσεις,γράφει πως
έκλεψαν τη ζωή τους
μη σας παραπλανούν κορίτσια
η ιστορία μας αναφέρει ως αγνοούμενες
η ίδια που μας είπε πηγή ζωής
με ένα βλέμα λήθης και όχι αληθινό
Ιφιγένειες των απατηλών εραστών
και της υπομονής
εμείς θα λύσομε τον κόμπο
κλαίνε ψέματα
κατά πως
αφηγούνται μέχρι σήμερα,εκεί κάτω.
κάθεται στο σκαμνάκι και ανοίγει το τετράδιο
Γράφει
η μύτη του μολυβιού,ανεξίτηλα
τα ''γράμματα''
θα είναι στέρεα θεμέλια.
ζυμωμένα με πυλό
από ανθρώπινο αίμα,για
να αντέξουν στη ζωή και το θάνατο.
''Γράφει''
το ημερολόγιο,
πες
πως όλους εκεί κάτω
στη Γη τους αγαπώ
πες στη μάνα μου που κλαίει όλη μέρα
ότι δεν μπορώ να την αγκαλιάσω και να της σφουγγίσω
τα δάκρυα
γιατί δεν μπορούμε να συναντηθούμε
δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο
ότι την αγαπώ πολύ,να της πεις
ότι περνώ πολύ όμορφα εκεί πάνω και τη σκέφτομαι συνέχεια
και στη γιαγιά,να πεις πως δεν ξεχνώ τις σοκολάτες
και στην αδελφή μου,που έμαθα πως γέννησε,πες, θα της στείλω ένα
Άγγελο
να κρατάει το χεράκι του μωρού,να το προστατεύει από το κακό
να του λέει παραμύθια
και να το νανουρίζει
κάθε βράδυ στο μαξιλάρι,να του κρατάει συντροφιά
όλους σας κοιτάζω,και προσεύχομαι
και θα σας περιμένω,όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου
στον κήπο του ουρανού
για μια οικογενειανή αγκαλιά
Μόνο στα όνειρά σας θα έρχομαι
καλή αντάμωση
Γράφει,το ημερολόγιο
και ''πέραν'' πειραματικά
στον περασμένο χρόνο.
Θέλει
τον άνθρωπο όχι
απλά
ως θεατή αλλά
την αφύπνισή του
ως συγκοινωνό
μας προσκαλεί
στο αναπάντεχο,
κι όχι όπου μας βγάλει ο δρόμος,δένει
τους πικρούς ανέμους
το Βοριά και το Νοτιά
που σεργιανούν
στα νοτισμένα σοκάκια
με τα πέπλα της νύχτας
και μας βυθίζουν
στο παρελθόν
να μη μαρτυρήσουν
τους έρωτες
του ''Ασώτου''
που δεν τολμήσανε,θέλει
να επιστρέψει στο ''πριν'',
στη φύση,θέλει
να στολίσει
αυτό το αριστούργημα της αρχιτεκτονικής,
πριν χάσει το σχήμα του,πριν
γίνει ρυάκι και κυλήσει στο καλντερίμι
πριν το εύθραυστο παρελθόν,ξαναγυρίσει στην πρώτη ύλη
με ένα λουλούδι που φυτρώνει για την εφήμερη ζωή
στην παντοτινή ζωή
το καταχείμωνο
στη σχισμάδα από τα σπάργανα του παλιού τοίχου,που θέλει
να βρει τη μοσχομυρισμένη στερημένη γη
έρωτας και μίσος μαζί
για το παλιό που δεν θέλει ''αυτό'' το νέο
θέλει να μιλήσει
όμως μένει μόνο του
στη σιωπή του
και σε προσκαλεί
να επιστρέψεις ξανά κοντά του
πριν γυρίσει
ο ανελέητος κύκλος
του τέλους ,δεν θέλει
τέλος χρόνου,θέλει
να εκφράσει την ''αρχέτυπη ιδέα'',
αντλώντας από τις τοπικές ιστορίες
γιατί η πνευματικότητα ενός έργου
είναι επικοινωνία εσωτερική
που ξεπερνάει την πεπερασμένη δυνατότητα των λέξεων
καθώς συντελείται στη φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας,
όπου αποκλείεται κάθε διήγηση
Ένας έρωτας είναι,χωρίς πρωτοπορίες και τα συνακόλουθα...
αυτοερμηνεύεται
παρερμηνεύεται
αν
ερμηνεύσεις,τί ήθελε να πει ο ποιητής
στους υπερούσιους
θα σε διαψεύδει συνέχεια,γιατί θα έχει τους δικούς του κανόνες
ένα modus vivendi
Προσπαθεί να απαντήσει
στο μυστήριο της ύπαρξης
και στο τέλος
του μικρού ταξιδιού της
χωρίς απάντηση
Της καταπραύνει την αγωνία
γιατί τα ίδια πράγματα
τα απλά
προσπαθεί κάθε φορά
να τα ''πει''
με άλλο τρόπο
να τα πει
στους υπερβατικούς...
και ποιοί είναι
''Αυτοί ''
Είναι ένα σπίτι χειροποίητο,
θεϊκής δωρεάς
με λάσπη χτισμένο
από ταπεινά χέρια
ταπεινό και το σπίτι
με σχέδιο το ''όνειρο''
το όνειρο
είναι η αλήθεια μας
ένα ευλογημένο σπίτι,του
μόχθου και του ιδρώτα,
όμως της πολύτιμης ευτυχίας
''των ανθρώπων'',
της κόκκινης σκουριάς
με σεβασμό στη φύση
με τις απαραίτητες ανάγκες
και μόνο
όπως οι πρόγονοι
Αυτών,που
σ'αυτό το σπίτι
έλεγαν τα κυριακάτικα παραμύθια
που γεννήθηκαν έζησαν και μεγάλωσαν
σ'αυτά τα ντουβάρια
και μοιράζονταν την αγάπη
τους έρωτες
και τα μίση με τα μαχαιρώματα,όμως
μοιραζόταν τις στιγμές
της στέρεης ζωής
μοιραζόταν τις μνήμες,με
νοσταλγικά χαμόγελα
και αρώματα
Αυτών
των ''χαμένων''
που μας το αφιέρωσαν,που
αν και ξενιτεμένοι
θα επιστρέφουν ξανά και ξανά,
θα τριγυρίζουν από ''ψηλά''
με τα σάβανα
περιπλανώμενες σκιές
στα χαλάσματα
καμένες ψυχές από το κρίμα και το άδικο
δεν κλείνει η βαθιά πληγή
κουβαλούν
τους σταυρούς.τους. άκουσε...
ζητούν ψωμί,οι πεινασμένοι.
θα κόψω φέτες το ψωμί
να το μοιράσω
λειτουργημένο το πρόσφορο αγιασμένο
να μη νιώθουν ξεχασμένοι,άκουσε
τραγουδούν τα μοιρολόγια.
και γράφουν
άγραφες γραφές
στα αραχνιασμένα
γεμάτα από στάχτες
στενά δρομάκια.
άκουσε,άκουσε
τις πατημασιές
στα χαλάσματα
άκουσε τη μυρωδιά τους
προσπαθούν να βρούν
το φωτεινό δρόμο
της θείας γνώσης......
στη βουβή αγιότητα,
με συντροφιά
τον εαυτό τους
στο άφωτο Φως.
Ο καθ' ένας απ'αυτούς νοεί το θειότερο ,όταν
ζωγραφίζει με το χέρι της καρδιάς την αλήθεια
ψιθυρίζοντας την προσωπική του γραφή
στην Ιστορική Γραμμή
της αιωνιότητας,γιατί
Τέχνη
είναι μια θρησκεία
έχει τους δικούς της
Θεούς
δεν ακολουθεί το ''γνωστό''
δρόμο
φωτεινή
ανατρεπτική
αληθινή,δεν βλέπει
γιατί γνωρίζει με την καρδιά
ένα ονειροπόλημα
είναι
η
τέχνη
ουράνιο
και γήινο μαζί.
τέχνη είναι,
η ''μέσα'' μας μοναδική αλήθεια.
Ένα ''Σχίσμα''
Θρήσκο
Άθρησκο
που αφήνει
το ''νυν''
και ταξιδεύει
στο ακατάλυτο φως
του ''αεί ''
Στο σχήμα το αγγελικό.
Μια κραυγή είναι.
Άγνωστης γλώσσας
η Αρχή
η πρώτη
απ' την ''αρχή του όντος''
που έρχεται από
την πρωτοϋπαρξη.
άγνωστη
μυστική κραυγή.
της αγιότητας
από το υπερκόσμιο φως,
που η διαφάνειά της
σε υπερβαίνει,Είναι
ένα μυστήριο της ψυχής
των ''Αχράντων''
ακόμη και στο
απόλυτο φως.απέχει
το φως της
έτη φωτός,
Είναι η τέχνη.που
σε αιφνιδιάζει
με το αληθινό της
φως
που σε θέλγει
η μόνη αθάνατη δωρεά
του Θεού
αφιερωμένη στη
φθαρτότητα
των θνητών
που
δεν ζήσαμε ακόμα
Ήταν η Κρητική Πολιτεία
τότε
με τα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά
γνωρίσματα του σπιτιού εκείνης της εποχής-περιοχής.
Χαμηλό το ύψος με οντά
ξύλινο μπαλκονάκι
και κεραμιδάκι
κτισμένο με πηλό,πέτρες,τούβλα,καλάμια και ξύλα.
Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της οικίας
η ενσωματωμένη ανάγλυφη γλάστρα με τα κρινάκια
πάνω από τους ''κίονες'' στο υπέρθυρο
που κοιτάζουν τη λύπη
Δάκρυα της Παναγίας τα είπανε,που
με τη χρωματική γαλήνη
της Άνοιξης
συνομιλούν με τη ματαιότη των ανθρώπων
η επιτομή της αισθητικής
του φωτός που καίει
και αποκαθαίρει.
συνδυάζεται με την αγιοσύνη της αρχαϊκότητας
και της λαϊκότητας
η ώχρα και ο ασβέστης
ντύνουν
τους Θεούς της ελληνικότητας
Η ξύλινη πόρτα βαπτισμένη
με τους γλυκούς χυμούς
του λαϊκού κοριτσιού,της
απέριττης κομψότητας
η λιτότητα υποσκελίζει την πολυτέλεια,
σπάνια πια αυτή
η κληρονομιά
Ένα ενθύμιο ζωής
είναι
με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον
αυτά τα σπίτια
τα πολύτιμα διαμάντια
στη χώρα αυτή
το γνωρίζουν καλά οι ζωγράφοι
αυτά τα χαμόσπιτα με το κεραμιδάκι
των φτωχών
είναι το κέλυφος της ζωής τους
έχουν διεθνή μοναδικότητα
γιατί δεν αντιγράφουν.
Ένα αποτύπωμα απλό
της Σοφίας
του απλού ανθρώπου
είναι
μνήμη του παρελθόντος
ύβρις
που δεν σεβόμαστε
αυτό
το ζυμωμένο
με προζύμι Αντίδωρο
της ιερής Δωρεάς,ναι
χαΪδεύεις το κόκκινο τριαντάφυλλο
και γεμίζουν οι χούφτες σου
αίματα
Το κτίσμα ανήκει στην ''οικογένεια'' των ''Σπιτιών του'' Λάκκου ''.
οι σύγχρονες κοινωνίες ''πάσχουν'' από το σύνδρομο της ''καμμένης γης''
που στο πέρασμα της μπουλντόζας
δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι,
που το σύνδρομο του τσιμέντου
πνίγει τα ''πουλιά''
και σκοτώνει κάθε χαμόγελο
του σύγχρονου ανθρώπου
και αφού
η τέχνη παίζει καθοριστικό ρόλο
για την εξέλιξη του ατόμου
και αποτρέπει τον άνθρωπο
να καταποντιστεί ,
σε μια άφωνη κουλτούρα
γιατί ο άνθρωπος πηγαίνει στο ψεύτικο
στον ψεύτικο άνθρωπο
στην ψεύτικη δύναμη,στο ψεύτικο μέγεθος,στην ψεύτικη αρετή,
χωρίς να σκέφτεται
γιατί η υπέρμετρη τεχνολογία
καταστρέφει κάθε ουμανιστικό
στοιχείο της ζωής
γιατί η εποχή μας
ευνοεί με τρόπο σκανδαλώδη
την ανάπτυξη
εις βάρος της πολιτιστικής ανάπτυξης
γιατί το ευαίσθητο άτομο
χαρακτηρίζεται αδύναμο
και το συναίσθημα
θεωρείται πολυτέλεια
Ο άνθρωπος ,θα αντιμιλήσει....
σε όλα που έχει συγχωρήσει και τον κάνουν να ''ξεχνά''
Ξέρει,ότι
όπως και στον έρωτα
ό,τι δεν μένει όρθιο πεθαίνει
να αυτό θέλει, ναι
και
Η Μνήμη να ξεχάσει ''μια για πάντα''
''το ''ενθάδε κείται''...
να μην ξεχάσει ποτέ,αυτό
που θα ψιθυρίζουν οι σιωπές στις αισθήσεις
όταν δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο για να ειπωθεί γιατί
Ξέρει
ότι η σιωπή των ιδεών είναι
προαποφασισμένη και ότι
οι ιδέες κάποια στιγμή
σίγουρα
θα εκδικηθούν.Έτσι
συμβαίνει πάντα
Ήρθε ο καιρός
από τη μανία
της καταστροφής.
και την παραχάραξη της ιστορίας
να σωθεί από τη ''γενοκτονία''
''Ένα σπίτι του ΄΄Λάκκου''
να στεγαστούν ''Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου ''.
Αυτά τα στεφάνια
των αφανών μαρτύρων
των αναστεναγμών και δακρύων
τα ανυπεράσπιστα
τα άστεγα
εν ασφυξία αποπνιγμένα.
σε ψάχνουν,θέλουν
να βγουν στον αέρα
στο φως του ήλιου,θέλουν
το ''υποκείμενο''
να τα ελευθερώσει και λυτρώσει
από την καταδίωξή τους,και
την καταδίκη τους
σε μια ''φυλακή''.
Θέλουν
Τον
''προστάτη''
να στεγαστούν
στα ''συναξάρια''
Αυτά τα παλίμψηστα
Αυτά τα τρυφερά ''σκουπίδια''
τα ανυπόληπτα
του αιώνιου χώρου που
έχουν λεηλατηθεί
από το
αρχαίο έγκλημα της σιωπής
και τα χείλη της σιωπής
βοούν,γιατί
σου το'χα πει,δεν με άκουσες,θυμάσαι
όλο έλεγες,τί
Τί
Τί
Τί
Σιωπή
θα μας ακούσουν,
σιωπή θα μας προδώσουν
οι στίχοι
κανείς
να μην το μάθει
Σιωπή
κανείς δεν τα πρόσεξε
τα όνειρα της σιωπής
κάτω από το σιωπηλό δρόμο
το μοιραίο
με τις σκιές
γιατί δεν είχε
την περιέργεια
να ακούσει
τις σιγανές λέξεις
από τα λερωμένα σεντόνια.
κάθε φορά κι άλλο σεντόνι
πικρό σεντόνι
να σέρνεται
κάθε νύχτα
στο ξεραμένο αίμα
που ακουμπούσαν το κορμί της προσμονής
ήθελαν
και ξανάθελαν
το ''ροζ'' σεντόνι,όχι το σεντόνι
να σκεπάζει τα κρίματά μου,όχι
της ιστορίας του πόνου,ναι
να απλώνεται
και να μου χαϊδεύει
το διάφανο δέρμα
της γιορτινής γύμνιας μου
στη κάψα του μεσημεριού
φλόγα ''πράξη''
με τις ώρες
να το πλύνουν
και να το ξαναπλύνουν
να μοσχομυρίζει
και να το απλώνουν
κατά κει που νόμιζαν
πως χόρευε η ευτυχισμένη ζωή
ένα όνειρο είχα
για ένα ''ολοκαίνουργιο'',όλη τη νύχτα προσευχές
για να φανεί το φως του Άγγελου στο φεγγίτη
που θα φέρει ένα άντρα αγνό
την ομορφιά
να κεντήσω
να το στρώνω
να μας σκεπάζει
κάτω από
το μαξιλάρι της καρδιάς
μαζί με τις λέξεις
τις υπνωτικές
να χρωματίζει τον αέρα
το σεντόνι του ''καρπού'',ήθελα.
Το στερνό σεντόνι
από την προίκα της γιαγιάς
της νιότης μου,
θα σου δώσω.
κόπιασε πορθητή μου
ανέγγιχτο είναι.ήθελα
να μη μας βλέπει κανείς
μόνο τα πόδια μου θα άφηνα να ξεμυτίζουν
από την κάτω μεριά του σεντονιού
Το στόμα μου
πορφυρό μήλο
δαγκωτό
το στόμα,η ηδονή μου
ίνα εισέλθω
στόμα στο στόμα
γλώσσα μου,γλείφω ξέφρενα,μελώνω το βέλος
το ζωώδες στολίδι σου
έως τα έγκατα της πεπλανημένης ψυχής
έως τον ήλιο της δικαοσύνης
τα παράφορα φιλιά,μόνο
για σένα
τη φωτιά του υμένα της παρθενίας μου
μόνο για σένα
η φωτιά του αβυσσαλέου πάθους
καίει το κορμί
τα χέρια να πυρπολούν
το κορμί
και την ψυχή
λαχανιάζω
από τις ανάσες της φωτιάς
χωρίς ανάσα
φωτιά και κόλαση
αρχή των πάντων ο έρως
νυν και αεί
αεί
αεί
αεί
απέναντι
η κραυγή
το ουρλιαχτό
ο παράδεισος
της απόλυτης ηδονής
να λιγωθώ το σπέρμα
κατά την ώρα του οργασμού
της μήτρας
κατά την ώρα
της δραματικής κάθαρσης
της ολοκλήρωσης
της κορύφωσης
μόνιμα αόρατη για πάντα
για πάντα παθιασμένη
δίνω ζωή
στην αιώνια ζωή
με υπάρχω
όχι μη σταματάς
έμπα
μπήξε και κάφτονα
λατρεύω την ακόρεστη δύναμή σου
που μπαίνει στα λαγούμια μου
φέρε όλα τα ιδρωμένα αρώματα του πάθους
θα σου δώσω όλο το γάλα
των αιγών
Αμάρτιε
βρέξε με
πυρπόλησε με το υγρό σου πυρ
τη νύχτα
που απορεί
να νίψω την πληγή της καρτερίας
να αφρίσει
να με ''μαστιγώνεις'',όλη τη νύχτα με τη βροχή σου
Θεέ μου
να γίνει
Ναι, Θεέ μου
Ναι, έγινε,θαρώ
το Μερτικό μου
Είναι τόσο νέος
τόσο γνώριμος
τόσο όμορφος
ο μαγεμένος εραστής
στα βαθιά τα μάτια
η άπειρη αξία
οι βυθοί μπλεδίζουν
ζαφείρια και διαμάντια
γη και ύδωρ
στα χέρια ,της δημιουργίας
η δημιουργία ανοίγει δρόμους
φιλί,να γείρω
εραστή
του ανεξερεύνητου
σε ζω
Μάνα
ποτέ δεν σε άκουσα
με τις ώρες
στον καθρέφτη
πάντα με αγνώστους μιλούσα
κρυφά
στις μύτες των ποδιών
άνοιγα την πόρτα
να μη με ακούσεις
μάνα μου
του τα'δωσα όλα
είναι καλό παιδί. μάνα
Ζω
τον παράφορα έρωτα
εκτός όρων και ορίων
θα στεφανωθώ
στην άκρη μιας εκκλησιάς
μια φωτιά του ερχόμενου
στη φτηνή ζωή μου
ναι θεέ μου να γενεί
θα γενεί
έχω, έναν
ήλιο να ξυπνώ
ροδοπέταλα να ραίνω
με το κάθε πρωινό
είσαι ο Θεός μου
παρασύρομαι
θα πνίξω τον έρωτά μου
στον έρωτά σου,τώρα τα θέλω όλα
μια λέξη ζητώ
αγάπη
υγραίνω
με τους λυγμούς
τις σελίδες
του πόθου του όρθρου
Πάρε το χρώμα του φιλιού
κι εβάφη το φεγγάρι
κι εγώ
πριν στεγνώσουν τα δάκρυα
από τα βλέφαρα
πριν φυσήξει ο αέρας και τα πάρει
σου τα έβαλα στις χούφτες
για το δρόμο
μην διψάσεις
κόρη μου,φύλαξε τα δάκρυα
για τα ύστερα
στην Αγία Τράπεζα
θα με κόψω
πρόσφορο
να σε μεταλαβαίνω
δεν εμπιστεύομαι,ούτε
το παρελθόν
ούτε το μέλλον
ούτε την ευσπλαχνία της ηθικής
ούτε την αξιοπρέπεια της ηδονής
ένα θαύμα.ζητώ
να είμαι κι εγώ
Το
θαύμα
μου φανερώνεται
η αποκάλυψη
να ενωθώ
το υφάδι του ονείρου
με λυτρώνει
από το σκότος του χρόνου
δεν λέει να αποκοιμηθεί
τριγυρνάει ξάγρυπνο τη νύχτα
φωτίζονται
τα σπλάχνα μου
είναι το φως της ομορφιάς
που κατακλύζει
τα πάντα
σιωπηλή φλόγα
ωραίου μύθου
ροδαλού
ανυπότακτου
κατακυριεύει τα πάντα
αγγίζω το ζεστό κορμί
η '' Άνοιξη
πάλλεται στο σώμα
το αγιασμένο μελωδικό αγέρι,θροϊζει πάνω του
το σώμα ζητά
προοικονομεί
το ακατόρθωτο
γράφω πάνω του
με τις ανάσες μου
σ'αγαπώ
αφήνομαι στις μαγευτικές
μυστηριακές
στιγμές
ξέφρενοι
οι υγροί παλμοί
μεθώ από την γλυκόπικρη
ηδονή
το αγιασμένο ουτοπικό
πυροφόρο
ποτό
με χυμό αγιότητας
ήταν
να με ξεδιψάσει,θέλω
λίγη αιωνιότητα θέλω
μη χαθώ στην ευσπλαχνία
να χαϊδεύω ουτοπίες
ο χρυσόφτερος έρωτας
απεχθάνεται τη ντροπή
καθαγιάζεται
νιώθω ότι υπάρχω
τέλεια
μόλις τώρα
παίρνει σχήμα η ζωή
ιεροτελεστία αληθινή
φωτεινά τα νοήματα
σπάνια τα μηνύματα
κρύβονται
πίσω από τις λέξεις
γράφουν αμέτρητες
ιστορίες ανάμεσα στ'αστέρια
νεογέννητη ομορφιά
ονειρικός κόσμος
γέμισε η ψυχή μου
από απέραντη χαρά
πρωτόφαντες
οι γλυκές στιγμές
Ναι ήρθαν οι βόλτες που έχασα,τα απογεύματα
ναι ήρθαν οι βόλτες του πασατέμπου
με τους φίλους,με το ολοκόκκινο φόρεμα της καυτής φλόγας
να φορώ
όλες οι οσμές της ταβέρνας το Σαββατόβραδο
όλες οι μυρωδιές από τα γιασεμιά,στα θερινά σινεμά
και οι βουτιές στη θάλασσα,με περιμένουν,έτσι θέλω
να φιλώ στο στόμα της θάλασσας
με περιμένουν να με χαϊδεύουν τα κύματα
όλα με περιμένουν,
και τα αυγουστιάτικα φεγγάρια
όλες οι ηδονές που έχασα
που είναι μετρημένες
με περιμένουν
ξέχασα και να ονειρεύομαι
ζω τη Μαγεία
έφυγε ο φόβος
ο θυμός,που ένιωθα πως ήμουν
το μόνιμο θύμα,έφυγε
ο πόνος που ήταν,το κρύο χέρι
στην καρδιά μου,κι αυτός έφυγε
και η μοναξιά που ήταν το βαρύ πανωφόρι στην πλάτη μου
κι αυτή έφυγε
γλύκανε η ψυχή μου
φιλώ τα χέρια μου
γεμάτα καρδούλες που ζωγράφισα
που θα κάνω,όλες τις όμορφες στιγμές μια αγκαλιά
Άγιο φυλακτό
να το φορώ
και στη θάλασσα καρδούλες ζωγράφισα,και στην άμμο
και στη πόρτα του σπιτιού ζωγράφισα
και στα μαγεμένα χέρια του
για να με σκέφτεται
για να υπάρχω,τότε μόνο υπάρχω
και παντού ζωγράφισα,όλο τον κόσμο γέμισα,είδες
που φύτεψα
τους Σταυρούς στη γλάστρα
και έγινε
το όνειρο πραγματικότητα,ναι
ο παράδεισος
θα μεγαλώσει για να χωρέσει
κι εμένα
την αγκαλιά απλώνω
σε όλους τους καημούς
στα λουλούδια που άφησα στα βράχια
τα ηλιοβασιλέματα που έβαζαν φωτιά στον ουρανό
και ταξίδευα
στις άκρες
στο ασύνορο,
το μαγευτικό πανόραμα
στους αόρατους δρόμους τις σκέψεις μου.
την αγκαλιά απλώνω σε όλα τα μεράκια
σε όλα τα ντέρτια
σε όλα τα τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια και τα ζεϊμπέκικα
η βραχνιασμένη φωνή να χαϊδεύει τα βλέμματα
με τα φυλακτά του έρωτα κατάσαρκα
γυναίκες,η μήτρα της μάνας
καλά κρυμμένη στη γη
γεννά ζωή
η ίδια η ζωή είσαι γυναίκα πηγή της ζωής γυναίκα
γυναίκα της φωτιάς
με τους καπνούς και τα φτηνόκρασα
γυναίκες του μπλε και της ώχρας
γυναίκες του έρωτα της αμαρτωλής νύχτας
γυναίκες ερωμένες,παντοτινά μόνες
να φορώ το κατακόκκινο μαντίλι,με τα αγιοκωνσταντινάτα
και την ''άλλη'' με το γιορτάνι στα μαλλιά
και να χορεύω αδάμαστος άνεμος,τα τραγούδια της γης
ασταμάτητα
γυναίκες στο χρόνο αθάνατες
να ταν όλες οι μέρες του χρόνου έτσι,δικές μου
ευωδιαστές
όμως,η αγκαλιά που άνοιξαν τα χέρια,μένει άδεια
η ομορφιά κρατούσε
όσο
και η ζωή της πεταλούδας,
για μια στιγμή μόνο
η γεύση
από τον παράδεισο
και η απώλεια Αυτού
η ''ευλογημένη''
έφυγαν οι παράδεισοι
πριν γίνουν
παραμύθια,να
γυρίσω το φύλλο στο ημερολόγιο...
στο μηδενικό γίγνεσθε
Ναι
πίστεψα
και σπατάλησα
το βλέμμα και τα χάδια
σ'ένα τρύπιο άγαλμα
νοσταλγικά θραύσματα του έρωτα
μπουκωμένος ο λυγμός στο λαιμό
κουράστηκα να μή μισώ που αγαπώ
ήθελα να μ'αγαπάς που αγαπώ
ασκητής στα πρέπει του νου
Φθινόπωρο
σιγοθρόισμα
τα ξερά τα φύλλα,πέφτουν
απ'τις καυτές παλάμες του ήλιου
τα σπρώχνει ο άνεμος,πέφτουν
μαζί κι εγώ
ελεύθερη πτώση
σιωπηλά μουρμουρίζουν
δεν τα ακούμε
συνομιλούν τα φύλλα
με το σιωπηλό γέλιο των άστρων
διηγούνται
μας μαθαίνουν ''ανάγνωση'',ύστερα
το τελευταίο άστρο θα σβήσει,μαζί και η σιωπή της νύχτας,και ύστερα
ξαπλώνουν ήσυχα πάνω στο νερό
εγκαταλείπουν τον αθώο εαυτό τους
τα παίρνει το ποτάμι,μακριά
πολύ μακριά
μαζί κι ο απατηλός έρωτας
στα νερά των υπονόμων
μαζί με μένα,για να μη με βρουν
όμως τα φύλλα κρατούν τις εικόνες
και τις ιστορίες
όταν όλοι κοιμούνται
αυτά ξαγρυπούν
Αύριο
θα ζωντανέψουν ,και θα μας τα διηγηθούν.
απλώνω τα χέρια μου,στη φωτιά
για να αγκαλιάσω ένα φως
θα με κάψει
στάχτες και θρύψαλα
μαράθηκε ο έρωτας
το τέλος μαύρο
καμένη γη
ο λυγμός αδειάζει
από το κορμί όλο το φως
συνέχεια το χάνω
μάταιος ο πόνος
χάνονται και οι αναμνήσεις
αμνημόνευτες
και τα όνειρα μαζί
αόρατες προσδοκίες
ανώνυμη η μοναξιά
πλανιέται
η απογοήτευση
του πεπρωμένου
η ψυχή σωπαίνει
λησμονημένη
στο άπειρο της ελπίδας
αφημένη στην υπομονή
η απελπισία του έρωτα
όλα τα καθαγιάζει,Αυτός
το τελευταίο ''χαρτί''
ακολουθώ αυτό,και κάνε ό,τι θέλει
που δεν θα βρω
Ποτέ
δεν με νοιάζει
θα το ακολουθώ
είναι ο πόνος της απώλειας
θλίψη και πληγή,που δεν θα κλείσει ποτέ
βουβός θρήνος
σπαραγμός τα φτηνά λόγια
έχω χρόνο
οι Άγγελοι ακούνε
άλαλα τα χείλη
των ασεβών
αχυρένιες
οι ψυχές
αμφίβολες
αχυρένια η ρίμα του
η απόσταξη σοφίας
η κατάθεση ψυχής
δεν ξέρει,ότι
ο έρωτας δεν είναι
προμελετημένο έγκλημα
όπως η αγάπη
νάξερες πόσο πολύ
βαριέμαι
δεν ξέρει.
η αγάπη χωρίζει τον έρωτα
ή
ο έρωτας χωρίζει την αγάπη
καίει
την ερωτική συνείδηση
δεν ξέρει, που
να ξέρει
εγώ καταθέτω το όνειρο
της ψυχής μου
για να βρω απάντηση
στο ''μόνο για σένα'',δεν υπάρχει απάντηση
στο''Γιατί'' δεν υπάρχει απάντηση
Αυτός μιλεί
με ''παραβολές''
σε λάθος χρόνο
στο δικό μου
διαρκείας παρόν
βάζει ''μοιρολόγια''
ο ευγνώμων
τα μεταμελημένα αδιέξοδα
βουλιάζουν στις καλένδες
κλέβει αυτά που προηγουμένως
αθετεί
ορκίζει το ανικανοποίητο
θα με σκοτώσεις
με έχω σκοτώσει
χαμένη η μνήμη
στυλώνω το βλέμμα
φοβάμαι
πού
το κορμί μου
έγινε σκιά
φιγούρας χάρτινης
και θα λιώσει από τα δάκρυά μου
Που
να γείρω τον ίσκιο μου
που
το οξυγόνο λίγο
το έκλεψαν
δεν βλέπω άσπρο ήλιο
μη φεύγεις
θα βρεθούμε ξανά
έχω να σου πω
ακόμη ένα τραδούδι
το τελευταίο
θα σου δώσω κι ένα φυλαχτό
ένα άστρο να το φοράς τη νύχτα
να μη κρυώνεις
όταν θα πέφτει το ψιλόβροχο
Μόνη
θα με θυμάσαι
θέλω
δεν απάντησες
μόνο με ρώτησες
''πόσο κάνει''
ένα δώρημα του έρωτα
''κάνει''
απάντησα
απαρηγόρητη
εγώ δεν φεύγω
θα σε περιμένω
κι ας έκοψες
με λόγια νεκρά
τα φύλλα της ψυχής μου
που ζεσταίνουν
τα μπουμπούκια της.
είναι ο πόνος της απώλειας
αμφίβολη η γιατρειά της ψυχής
έχει η ψυχή αναπαμό...
έχω χρόνο
πίκρα, πέτρα
πέτρα κι εγώ
θα το ακολουθώ
αυτό που δεν θα βρω,
είναι αδύνατο
αφελής η σκέψη
δεν ωφελεί.η καρδιά λέει
να το ακολουθώ
οι Άγγελοι ακούνε
κρύβομαι πίσω από το σκοτάδι
της νύκτας.τις αναμνήσεις φωτίζουν τα ολοκόκκινα μάτια μου
της νύχτας που στάζει δάκρυα
πέτρα όπως το αθήλαστο γάλα
στο μητρικό βυζί,που
λείπει το χάδι
που το πετρώνει
η πέτρα καρδιά
λερωμένα τα χέρια
ο χρόνος
και οι πέτρες θυμούνται
την αλήθεια
της καιομένης ρώγας
του μαστού
στο παγωμένο το κορμί
παγωμένο και το σεντόνι
πού τέτοιο σεντόνι
ξεθωριασμένα τα χρώματα
αμύρωτο σεντόνι
Σκοτώθηκαν οι λέξεις.
απώλεσα τις υποσχέσεις
άδοξοι οι όρκοι
εξαργυρωμένη η ένδοξη ζωή
''κρύφτηκαν'' τα στέφανα
του γάμου
και η νυφιάτικη ανθοδέσμη
με τα άσπρα γάντια
θα το ακολουθώ
αυτό που δεν θα βρω
δεν με νοιάζει
Μα τόσο πικρό
το ψωμί
του προστάτη προδότη
και κρυώνω πολύ
ο αέρας της αδιαφορίας
είναι
τέλειωσαν οι απαντοχές
ανώφελη η εγκαρτέρηση
ήταν πολύ μεγάλο
το ύψος
δεν ήξερα να ανεβαίνω
κάθε τόσο
τόσο ψηλά
να σηκώνω
και τις αμαρτίες
και τα χρόνια περνούσαν,
μαράθηκαν στα ερείπια
μαράθηκαν τα φτερά της πεταλούδας
ξυπόλητη περπατώ
δεν υπάρχει
καινούργιο ρούχο
να νηστέψω
να προσευχηθώ,η δούλη
και να υποδεχτώ...
πρώτα η προσευχή,αλλά μετά
η ακολουθία
της αναπόφευκτης θυσίας
όχι
της αναίμακτης
λησμονημένη η χαρά
στις στάχτες της μοναξιάς
Βροχή
και ήρθε το δάκρυ των ρυτίδων
ακόμη ένα δάκρυ
κι ακόμη ένα
της ξεθωριασμένης νιότης
στα πρησμένα μάτια
μίσεψε κι αυτό
από τα πολλά
μούσκεψαν
τα όνειρα της σιωπής
κι όλα παραπεταμένα
έμεναν απούλητα
μόνο τα πουλιά ερχόντουσαν κι έπιναν απ'αυτά
μετά έφυγαν και τα πουλιά
και τα χελιδόνια που κούρνιαζαν
στις ζεστές χούφτες μου
τις ατέλειωτες νύχτες
του παγερού Χειμώνα
έφυγαν κι αυτά
Θα ήθελα να πετάξω. να έφευγα μ'αυτά τα πουλιά
των τίμιων,
των τόσο αληθινών,
των εγκαταλελειμμένων
κοριτσιών
στο έρεβος.
που νόμισαν ότι τα όνειρα
ήταν δικά τους
που κανείς περαστικός
δεν άνοιξε την πόρτα της καρδιάς
να ακούσει τα μυστικά
παραληρήματα
τα γεμάτα θησαυρούς
όλοι γλεντούσαν το κορμί
έψαχναν το κατάλυμα
με τον κόκκινο σταυρό
φιλούσαν υπέροχα
οι Ιούδες
μέχρι
να ασελγήσουν
και μετά γύριζαν την πλάτη
και κοιμόντουσαν χορτασμένοι.
κάτω από το δέντρο
του Ιούδα
Ο Ιούδας κι αν έφυγε
θα έρθει ξανά
μεταμφιεσμένος για να λεηλατήσει ξανά.
Σπάραξε
να σε ακούσει
ο ερωτευμένος ποιητής
πως οι προσμονές γίνανε σκόνη
με ''κλέβει'',συνέχεια με κλέβει η μοίρα μου
γαμώ τη μοίρα μου τη μαύρη
μια συγνώμη,έστω μια συγνώμη σου ζητώ
Πόσο θα 'θελα να καταστραφεί αυτή η πόλη
μαζί με αυτούς που την ποδοπατούν
Θα φτύσεις το γάλα που έφαγες
από το βυζί της μάνας σου
αν με μαρτυρήσεις,έλεγε
με χτυπούσε στο πρόσωπο
σκληρά χαστούκια με οργή
έβαζα τα χέρια μου για να προστατευτώ
φτάνει,όχι άλλο ξύλο
σε παρακαλώ
Σπαράζει η ψυχή μου
έκλεγα και παρακαλούσα
δεν θα σε μαρτυρήσω.
δεν θα το πω πουθενά
αλήθεια σου λέω.δεν με πιστεύεις
μπορώ να πιστέψω μια πόρνη,έλεγε
Μίλα
αλήθεια σου λέω,ορκίζομαι στα κόκκαλα της μάνας μου
ηρεμούσε
με έπαιρνε αγκαλιά
είσαι καλό παιδί
γι'αυτό σ'αγαπώ
το λέω και στους φίλους μου
θα το γλεντήσουν το κορίτσι μου
είσαι το καλύτερο κορίτσι
έλα γδύσου
μου ξέσκιζε τα ρούχα
έτρωγε με βουλιμία τις σάρκες μου
έσκιζε τα φιλιά με τα βρώμικα χείλη
σάλιο στιφό στην άκρη της γλώσσας
με τη μυρωδιά του αποτσίγαρου
βρωμούσε σάπιο κρέας
δάγκωνε με λύσσα
το πρησμένο το στόμα
κραύγαζε,δώσμου το να το φάω,μέχρι
να το ματώσει
τα σημάδια μου βάθαιναν
πονούσα πολύ,πόνος πόνος
πού μου κρύφτηκες πάλι,φοβάσαι
μη μου φοβάσαι,είμαι καλός
αφηνιασμένος επιμένει
οι ανάσες,βελόνες,μου τρυπούσαν το κορμί
και καρφωνόταν στο σεντόνι
στο σεντόνι σάβανο
η αλμύρα των δακρύων
έπεφτε στις ανοιχτές πληγές
δεν θέλω άλλα επιθέματα
πάνω τους
Θα ξανάρθω,έλεγε
Θεέ μου όχι
περιμένω
την εκκαθάριση ερήμην
κάτω από τα πεινασμένα πέλματα
Μου ερχόταν να ξεράσω από την μπόχα
Θεέ μου τί μου μέλλει ακόμα να ζήσω
έλεγα από μέσα μου
αν με ξαναπλησιάσεις
θα κρεμαστώ
θα πιω δηλητήριο
να φαρμακωθώ
και να σβήσω στα μνήματα
κάτω από τα κυπαρίσσια
Θεέ μου ήρθε το τέλος μου
μαύρο σκοτάδι,πίσσα
Να έρθουν οι μαυροφορεμένες και να ακουστεί
το μοιρολόι
αιωνία η μνήμη
μόλις έφευγε έτρεχα γρήγορα γρήγορα
μη με δει
να δώσω αυτά που μου κρατούσε στην τσάντα
στα γατιά
Μετά
στο μπάνιο με τα δάκρυά μου να τρέχουν
να βγάλω τα ξερατά
και να κάνω μπάνιο
τα σημάδια μεγαλώνουν
τουρτουρίζω
ρίχνω το κρύο νερό
ύστερα
ίστατη κραυγή
αντέχω ακόμα
ύστερα
ίστατη σιωπή πένθιμη
μεγάλη η οργή
πέφτω στο κρεβάτι
ακίνητη
κοιτάζω στον ουρανό
πού είναι η προσευχή σου μάνα,οι μετάνοιες
την ταπεινή προσευχή κι όχι την αλαζονική θέλω
κατά την ώρα της γονυκλισίας
να με γλυτώσει
κι εγώ να εξομολογηθώ,θέλω
ήμαρτον Κύριε
δεν θα με ξεπλύνει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός
είμαι κουρασμένη
σκέφτομαι καινό,ύστερα
φύση νεκρή
ύστερα
δεν υπάρχω.
κάποιες από μας δεν άντεχαν
και πήγαιναν στο ίδρυμα
Εκεί ερχόταν κάποιες γυναίκες του φιλόφτωχου
και μας έφερναν δώρα,τις γιορτές
μας συμπονούσαν τάχαμου
μας χάιδευαν
έμπαιναν και έβγαιναν συνέχεια
έκαναν αέρα στο πρόσωπό τους με τις παλάμες
μιλούσαν μιλούσαν για τα καημένα
πόσο τα λυπούνται τα καημένα
ενίοτε
πόσο συγκεκαλυμμένα ήταν τα ψεύδη της αγάπης
έκαναν λέει την προσευχή τους
όταν με το καλό,φύγουμε από δω
με τη δύναμη του Θεού
να παντρευτούμε και να γίνουμε μάνες
ανώνυμες μάνες
βαμμένα ολοκόκκινα τα νύχια των χεριών
και τα χείλη με ολοκόκκινο κραγιόν
μας ήθελαν να φωτογραφηθούμε,ήθελαν
να δείχνομε ευτυχισμένες
έκαναν τις χαρούμενες
πόσο τις μισούσα αυτές τις κυρίες
που κοίταζαν συνέχεια την ώρα
κι έκλειναν το μάτι
στην αλαζονία της κοινωνικής μάσκας
για να φύγουν,όσο το δυνατόν γρηγορότερα
που μόλις έβγαιναν από την πόρτα
έβγαζαν τα χαρτομάντηλα με το οινόπνευμα για να σκουπίσουν τα χέρια
λες και είχαμε λέπρα
των γυμνών κοριτσιών,ο τόπος
Αυτός ο τόπος
που είναι δεμένα τα μάτια
βασανισμένος
ο λυγμός
αδειάζει το κορμί
των κοριτσιών
που τόσο κρυώνουν,
καθημαγμένα.γεμάτα πληγές
άστεγα
κι άτολμα
πόσο πολλά είχαν
να μας διηγηθούν
από τις ιστορίες τους
για την ακριβή
ομορφιά
που είναι κρυμμένη αλλού
στην αθανασία
της τρυφερής ψυχής
μπλεδίζει
από το χρώμα του ουρανού
που οι ''διαβάτες''
του σύντομου χρόνου
θα κρύψουν
και θα χλευάσουν
ως προστυχιά
ποδοπατούν και ματώνουν.
το κόκκινο στάζει
στάλα στάλα
από τα σωθικά
στο μαξιλάρι
Θρηνώ
που το σφουγγίζουν
με τα μαλλιά τους
ανυπεράσπιστες Θεές
των σφαγμένων στο βωμό
που μας φέρνουν
τον περασμένο χρόνο
στο μέσα μας χρόνο.
Ένα αντίο
σ'αυτά που υπήρχαν
αλλά δεν υπάρχουν πια
και σ'αυτά που μένουν
στη θλιβερή ανάμνηση,
Κύριε των Δυνάμεων
τί σου ζήτησα
Τί
Τί
Τί
στις παρακλήσεις
για τα φτωχά
κι ασήμαντα
με τις βουβές ψυχές
να αναπαυτούν εν ειρήνη
Αυτά τα πολύτιμα
τα απαγορευμένα,τα πεταμένα ως άχρηστα,στα ερείπια της χαμένης ευτυχίας
Υ.Γ. ''Γενηθήτω φως'',
Εκεί είσαι,στο κύκνειο άσμα μου
εκεί βρίσκεσαι
στα πεταμένα παράθυρα
με τις φαγωμένες γρίλιες
στα βρώμικα
πεζοδρόμια
με τα λεκιασμένα μάρμαρα
γεμάτα οργή
ξεχαρβαλωμένοι τοίχοι
μόνοι στέκουν
όρθιοι
τελευταίοι
θυμούνται
κλαίνε γι'αυτούς που ''έφυγαν''
γεμάτοι υγρή σκόνη
από τους ετοιμόρροπους σοβάδες
πριν τους πάρει η μπουλντόζα.
σκεπασμένα
με εφημερίδες τα τζάμια
κομμένο το φως
να μη βλέπεις
τα κρυμμένα της ζωής
της ζωής
χωρίς προορισμό
της χρεωμένης ζωής
τα ''τρόπαια''
κάποιας Κασσιανής
τα κιτρινισμένα σεντονόπανα
των λυγμών
τα σχισμένα μεσοφόρια,
γεμάτα με χυμένα
φυματικά δάκρυα
τα φτηνά φουστάνια
που φορούν
τα αποκαλυπτικά με
τα ψεύτικα κοσμήματα
κόκκινα
τα μαντήλια,
τα απελπισμένα
μυστικά
παγωμένα,
παγωμένες και οι σιωπές
στη σχισμή του
χρόνου
που φέρνουν
μυρωδιές από σώματα
με λύπη
φωνές πόνου
έρωτα και
αγάπης
μυρωδιά νικοτίνης,αλήθεια
πόση νικοτίνη
θα χρειασθεί
για να σκεπάσει
τους καημούς της ξαγρύπνιας
που χάθηκαν
στις κλειστές κάμαρες
μουχλιασμένες
της αναμονής
στις κάμαρες
του πανικού
αποτυπώματα
πληγωμένων ψυχών
ψυχές που αγάπησαν πολύ
που πληγώθηκαν πολύ
που θα ζουν για πάντα μόνες
ναυαγισμένα
τα όνειρα αυτών
που ονειρεύτηκαν
πικρές
ματαιωμένες
αυταπάτες
παγωμένα
τα ιδρωμένα χαρτονομίσματα
τσαλακωμένα
τα μπερδεμένα αποτυπώματα
Φιγούρες
θύματα ανώνυμα
φτωχά
που
σιγοψιθυρίζουν
τα ονόματα. Πολλά
τα ονόματα ώσπου
να βρουν το σωστό
που φοβούνται τη βροχή που
δεν μπορούν να κλάψουν
γιατί τα ρυάκια των δακρύων
τα έχει κλειδώσει η σιωπή
απόκληρες
που κανείς δεν ''βλέπει''
αόρατο το στίγμα
χαμένες
στα σκοτεινά σοκάκια
κάνουν πεζοδρόμιο
σκεπασμένες
με το άδειο ρούχο
το πένθιμο
του ουρανού
κούκλες της βιτρίνας του δρόμου
των περαστικών
Μισώ τους πελάτες
περιμένουν
να πουληθούν
στην επόμενη μειοδοσία
τρίτη τέταρτη φορά...
απροσδιόριστος,ο
χρόνος
γράφει
ο ημεροδείκτης
του αυτόφωρου
τα συμβάντα
αγοραία
έρχονται και φεύγουν
αγνοούμενες
ακατάγραφτες
''αθωωμένες''
Την παρθενιά να ράψει
ζητά
ο μαστροπός
να πουληθεί
στον πρώτο μειοδότη
που παίζει στα ζάρια
την εξαγορά
φθηνής τιμής,που
θα την ακολουθεί
για τον κάθε καινούργιο
αγοραστή,που
θα αδειάζει μέσα της
όλα τα απόβλητα.
Σταχτοδοχείο
γεμάτο τέφρα
των αναλωθέντων αποτσίγαρων
Καίει η καύτρα
τη δικαιοσύνη
χωρίς
μάρτυρες
ο ανακριτικός γλόμπος
ντουμάνι
από τα αμέτρητα τσιγάρα
τα δανεικά
καίει
τα ίχνη
ο Εφιάλτης
του
τελευταίου χειρόγραφου
ημερολόγιου
Αν πεθάνει
το Δίκαιο
πεθαίνει και
η ψυχή,χωρίς αυτήν
δεν ζεις
Φιγούρες
που
οι σκιές
της λύπης
τις ακολουθούν
κάθε Αύριο
ξεγυμνωμένες
εγκαταλελειμμένες
αγαπούν να
στέκονται
στις αποβάθρες
των βρόμικων λιμανιών και τον τυφλών φάρων
κουκουλωμένες για να κρύβουν το διασυρμό
όταν ακολουθούν τον κάθε αλήτη
με τον αρμυρό αέρα
στα χείλη
γερμένες
στο νερό.
αναμμένο κερί
κρατώ
στα κοιμητήρια της θάλασσας
την κραυγή στέλνω
με ένα καράβι
να την ταξιδέψει
για να με θυμάσαι
τη φωτογραφία σου κρατώ κρυφά στο στήθος
μένω ξάγρυπνη
δίπλα στο καντήλι
δεν ζεσταίνει η αγκαλιά,όταν λείπεις
την αγαπημένη μου μορφή,να σε ταξιδεύω
άραγε ποιοί θέλουν να μου πάρουν τη μορφή σου
ανάθεμα τη θάλασσα
Ποτέ δεν ήθελες να σε συνοδέψω
αν και έτρεχα πρώτη να σου φέρω,ό,τι αγαπούσες
να μη θέλω την προδοσία του έρωτα
που νοσταλγούσα για μια ολόκληρη ζωή
που πίστεψα κι έκλαψα της Κυριακής τα βράδια
όταν η σκιά σου μου σκέπαζε τα βλέφαρα
αλήθεια πόσες σκιές μοναχικές δίπλα
κι αυτές να περιμένουν
τη φωτογραφία βγάζω δειλά
και τη δείχνω στους περαστικούς
μη και σε είδε κανείς,προς Θεού
δεν θέλω τη λιτανεία της
Περιμένω
τον ''ερχομό''σου
να σε συνοδέψω
στο σπίτι
της Ασώτου
Ερωμένες του βωβού
πόνου
κρύβουν τις λέξεις
στα σκεπάσματα
ασθενικές οι λέξεις
αυτός είναι
ο Πρίγκιπας
με τη μαύρη
λιμουζίνα που
φέρθηκε τρυφερά
με χάδι
στα μαλλιά
θα μ'αγαπάς...
ταπεινωμένη γονατιστή.
Έλα
να σε πλύνω.
σε κοιτάζω
διάφανη η ψυχή.
ραγίζει το σώμα
εχέμυθο το καταφύγιό σας
Όχι
Ναι
Είμαι η Μαρία του χαλκιά
που τα σκαλιά
της πόρτας μου
διαβαίνουν
με τα βαριά βήματα
οι έμποροι των εθνών
που δανείζουν
ανύπαρκτα δικαιώματα
που θα πληρωθούν πολύ ακρυβά
με τόκους υπερημερίας.είνε
μεταπράτες των ψυχών.
με γέρνουν
στον γκρεμό
Όχι
Ναι
μη παρασυρθώ
μη με αγγίζετε
απ'έξω ακούγεται...
πόρνη Μαρία.πόρνη.
οι ''Ζηλωτές''
Άρον,άρον
σταύρωσον αυτήν,ναι
και το κόκκινο σπίτι
να σφραγιστεί
βάζω
ενέχυρο
τα δακτυλίδια της αθωότητάς μου,ναι
δεν τήρησα
τα έθιμα της πατριαρχίας.
Πολλά
σου ζητώ...εσύ όμως...
Συγχωρεμένος
''ο ασέληνος
έρως αυτός
με τον οίστρον
της ακολασίας
ψυχοσώστα Σωτήρ μου στην
εν πολλαίς αμαρτίαις
περιπεσούσα γυνή'',
στην ανάσταση
των ζωντανών
Οι μέρες
άστεγες
Πέφτουν
τα όνειρα
τα μαζεύουν
και τα βάζουν
ολάνθιστα
κάτω από το μαξιλάρι,
δίπλα η ροζ πάνα
δίπλα και η μπλε
πρώτα η χαρά
μετά η αμηχανία
μετά το κλάμα
θέλει το χρόνο του
μετά η σιωπή
δεν θα μιλήσουν ποτέ
να νηστέψω τις αμαρτίες
να σταθώ
στο ηθικό δίδαγμα
άναρθρο το αίσθημα
σιγοσβήνει η φωτιά του μύθου
σπαράζει το κορμί
καρτερεί τον ύστατο έρωτα
ελπίζει χωρίς ελπίδα
ζητιανεύει λίγα ψίχουλα
παρηγοριάς
ζητιανεύει αυτό
που δεν θα έρθει ποτέ.
τελειώνουν
οδυνηρά μόνες
θηλάζοντας
την πικρή απώλεια
τις νύχτες
που δεν τις ακούν.
γράφουν
Κύριε συγχώρεσέ τους
για τα καρφιά
που βάζουν
δεν ξέρουν
τί κάνουν
Αιματοβαμμένα ονόματα,φιγούρες
αυτόχειρων θυμάτων
πληρωμένης
ανέραστης ηδονής,με
τις ώρες,
της απελπισίας,με
νόθες ανάσες
ανάσες
ασθματικές
που αιμορραγούν
στις χούφτες
ακίνητες
ακίνητα τα βλέφαρα
βουρκωμένα τα μάτια
αντιφεγγίζουν
στ'αστέρια
στάζουν στα σπίρτα
προσπαθούν να ανάψουν
για ένα ακόμη
τσιγάρο
σε κοιτάζουν κατάματα,έτσι
θλιμμένα
ασκεπή,
κενά
χωρίς απάντηση
τα στοιχειώνει
ο φόβος
του προορισμού
ναυτία
κουρασμένης σάρκας
έκτακτης εφημερίας
βαρύ το νούμερο
ξάγρυπνης βάρδιας
πληγωμένου
συνωστισμένου έρωτα
με ανάπηρες αγκαλιές
βλάσφημη
αμαρτία
Σάρκας
βίαιη του λυγμού
οι λέξεις
ζώου
που ανασαίνει βαριά
στη νοσηρή φωλιά
του βάλτου
λαγνεία του υπονόμου
βουλιάζω
στην άβυσσο του βούρκου
είναι το χτύπημα της μοίρας
που σε σωριάζει χάμω
μπρούμυτα
να τρίβεις
τα λασπωμένα μάτια
και να παίζεις το ρόλο του ''Γιατί''
γιατί
γιατί
γιατί
και πάλι
γιατί γιατί γιατί
η κραυγή του πόνου
όταν σου κόβει
το δάκτυλο το μαχαίρι.
από τον πιο κοντινό
μέχρι και τον έσχατο ''επισκέπτη''
καρφώνω τον πίνακα
που με ανακοινώνει
ρόλοι ''φορεμένοι''
η ίδια κονκάρδα
ανώνυμη
καρφιτσωμένη στο πέτο
αναμάρτητη
άδικη
ειδεχθές έγκλημα
της τυφλής δικαιοσύνης
με το κόκκινο φως
αβάπτιστο
ως επιμύθιο,
τελευταία σπαράγματα
αναπάντητα
τα σπασμένα
σερβίτσια συμπόνιας
στολισμένα με λήθη
άδειες θέσεις
γδαρμένα και ξεθωριασμένα
χορταριασμένα
πηχτή η υγρασία
της ομίχλης
γεμάτα αναμνήσεις,
πόσα έχουν να σου πουν...
με τη σιωπή τους...
για τους διώκτες
του εαυτού
πως
κάποτε
οι ερωτευμένοι κισσοί
φιλούσαν
τις μάντρες
τις ζωγραφισμένες
με τα γραμμένα ονόματα
των ανορθόγραφων
όρκων,
οι
ασπρισμένοι με μεράκι
τενεκέδες του λαδιού
σκαλισμένο το χώμα,ποτισμένο,
ήταν
έτοιμο να υποδεχτεί
τα χρυσάνθεμα.
μοσχοβολούσε
το φλισκούνι.
η μυρωδιά της λεβάντας
το τεράστιο γιασεμί της αυλής και ο βασιλικός
εκτυφλωτική η λάμψη
απίστευτη η ομορφιά.Να
χαϊδεύει την ψυχή.
οι τριανταφυλλιές,
αγκαλιά το κόκκινο με το γαλάζιο
πανδαισία ερωτική
της σιωπής.
βύζαιναν το άσπρο
ευωδίαζαν τα κρίνα οι βιολέτες οι γαζίες,
παντού απλώνεται το αιώνιο ειδύλλιο της γης''πάντων και αοράτων''
παντού απλώνεται το φως των αιώνιων εραστών
όλα ανθισμένα μπουκέτα της Άνοιξης
όλα τα μυρώνει το έαρ το γλυκύ
όλα νοτισμένα με ηδονικούς χυμούς,και
το αγιόκλημα.
κάποτε
στόλιζαν όλη τη γειτονιά.
όλη η γειτονιά
μια οικογένεια,
Πάστρα και νοικοκυριό θύμιζε,κάποτε.
κάποτε
κλέψαν τους ανθούς
και οι λεμονανθοί χαθήκαν
με τα μαγευτικά αρώματα
και ο φτωχός κομμένος δυόσμος
τα κιτρινισμένα φύλλα
της γέρικης κληματαριάς
που έκρυβαν τις τρύπες
που έβρισκαν καταφύγιο
και φώλιαζαν οι νεοσσοί
με περίσσια στοργή
πέφτουν
με αναφιλητά
και σκεπάζουν
με αναστεναγμούς
και δάκρυα,
τις υποσχέσεις
των ερωτευμένων.
και οι φωνές των παιδιών,και
τα τρεχαλητά
κάτω από τις ροδιές
που κρυφά
από τους βαρετούς μεγάλους
σκαρφάλωναν
και γεύονταν
τους νόστιμους καρπούς
χαθήκαν
κι αυτά
μαζί με τα πουλιά
άδειες οι φωλιές
και τα κατώφλια
τα ασβεστωμένα
άδεια κι αυτά
από τα γέλια
τα τραγούδια
και τις ζεστές ανάσες των παιδιών
με τη φυσαρμόνικα
έτσι απλά μια μέρα
χωρίς θόρυβο
τοίχο τοίχο
έστριψαν από τη γωνία
του χωματόδρομου
τα αγαπημένα παιδιά
τα παιδιά του κόσμου
πήραν
μαζί τους
τα παραπονεμένα
βλέμματα
και τις
παιδικές φωνούλες
γεμάτες σκόνη
και χάθηκαν
χωρίς να μας αποχαιρετήσουν
ζητούν μια άλλη αγκαλιά,
με καινούργια παραμύθια,γιατί
φοβούνται μη
τους προδοθούν
οι επιθυμίες φοβούνται
το σκοτάδι
θα τη βρουν
με τα όνειρα
στις τρύπιες τσέπες,γιατί
δεν θέλουν
άλλες
Κυριακές χαμένες
Από τα παλιά χρόνια φώναζαν οι ποιητές
για τρύπια χρόνια
πιστεύετε τους ποιητές,ναι όχι
και η πέτρινη βρύση
του Τούρκου
στέρεψε κι αυτή,μόνο
τα αδέσποτα
πίνουν από τη γούρνα
όταν βρέξει
ποιά παιδιά
να ξεδιψάσει
τα ξυπόλυτα παιδιά
τα μικρά
της Αλάνας
που έτρεχαν όταν
έβγαιναν από
το σπίτι και
ξεχνούσαν να γυρίσουν
οι μικροί ήρωες του δρόμου
κανείς
δεν μπορούσε
να τα βρει
Γιανιωωωωώ
δεν πάω
φοβάται τους μεγάλους,
θα ισοπεδώσουν την παιδική''δημιουργία''.
τα παιχνίδια των παδιών στην άμμο
που έψαχναν το χαμένο
''λεφτό''
πάνω
στους δρόμους
της τρεχάλας
των θελημάτων
και το σήκωναν ψηλά
ως που πάει το χέρι
η χαρά του ''χαμένου''
Εε ακούγεται η φωνή του πιο μεγάλου
άστο κάτω
εγώ το είδα πρώτος
δικό μου είναι
μπαίνεις μέσα να κρυφτείς
τώρα θα σου δείξω εγώ
όταν σε πιάσω θα...
άνεμος
ο πιο μικρός,άντε πιάστον
άνεμος
στους χωμάτινους δρόμους
με τους ''ανεμόμυλους''
και τις σαϊτες
και, τους χαρταετούς
στις αλογομαχίες
καβαλούσαν τα καλάμια
και ο κουρνιαχτός
έφτανε στον ουρανό
και τα πατίνια αυτοσχέδια
από παλιά ρουλεμάν
και τα αυτοκινητάκια αυτοσχέδια
κατρακυλούσαν
στις κατηφόρες με
τους ρόλους
να αλλάζουν,και
να γίνονται συγκρουόμενα
σπασμένα τα κεφάλια
αφημένα
στη τύχη
κανείς
δεν έπαθε τίποτα
έμαθαν
να επιβιώνουν
σ'αυτό τον κόσμο
τον σκληρό
κατασκεύαζαν με τις ώρες
αυτοσχέδια παιγνίδια
περνούσαν από τις πόρτες
και ξεσήκωναν
τα άλλα παιδιά
για κυνηγητό
για μακριά γαϊδούρα
κρυφτό,πηδούσαν τις μάντρες,να κρυφτούν στα πιο αθέατα
και μετά
για εξερευνήσεις των φαντασμάτων
χωρίς άδεια
από τους γονείς
οι πόρτες ξεκλείδωτες
με το κλειδί επάνω,
όλα στα κάλαντα
με ένα μαγκάλι
όλο το σπίτι
πού να ζεστάνει
τα παγωμένα χέρια,πού
να μείνει χρόνος
για διάβασμα
μια σάκα
ένα τετράδιο
και σβηστήρα
μπαλίτσα
από ψίχα ψωμιού
όλα τα χρόνια,τα ίδια.
βέργα και
ξυλιές
να μαραθούν
τα άχρηστα χέρια
όλα στην ίδια τάξη
τα παιδιά του φτωχού
λερωμένα
γεμάτα μύξες
με τα μπαλωμένα παντελονάκια
γεμάτες οι τσέπες
γυαλένια και
σβούρες
που έφθιαχναν
κάτω από
το Κομμένο Μπεντένι
με την ίδια
συνέχεια ζακέτα
μια ζακέτα
πολυφορεμένη
χωνεμένη
κουρελιασμένη
με τα μπαλώματα
στους τριμμένους αγκώνες
χωρίς βρακί. ψείρες
γεμάτα ψείρες
νερό με το λάστιχο και
ζεστό ξύδι οι μεγάλοι.
Τα μικρά παιδιά
που ό,τι ονειρεύονται
είναι.
Τα πασαλειμμένα καρπούζι
ατάιστα
άδειο το στομάχι
πείνα και των γονέων
είναι
τα παιδιά της Κατοχής που
όταν δουν ένα ψίχουλο κάτω
τρέχουν γρήγορα
να το μαζέψουν.η φυγή της πείνας
φωλιάζει πεισματικά στις χούφτες
τα σκονισμένα
τα γεμάτα γρατζουνιές
με τα ποδήλατα
τα σκουριασμένα
τα μεταχειρισμένα
και το πάνινο τόπι
από κάλτσα
παραγεμισμένο με κουρέλια
το ξεχουρδισμένο.
αγαπημένο το μονότερμα
στις κολύμπες του νερού
αν δεν είχαν
έκαναν μπάλες τις πέτρες
αλύπητα κτυπήματα
στο ''καλάμι''
αίμα γεμάτα τα πόδια
αίμα στη μύτη
αίμα και ιδρώτας μαζί
και μετά
ακολουθούσε ο πόλεμος
εδώ να δεις αιματοχυσία
πετροπόλεμος
μέχρις εσχάτων
πόλεμος
σώμα με σώμα
μέχρι θανάτου
στον πόλεμο
έφθιαχναν παπούτσια
περικεφαλαίες και περικνημίδες
από λάστιχα αυτοκινήτου
θώρακες,τόξα,βέλη,ακόντια
από ξύλα
στις οδομαχίες
πολιορκητικούς κριούς
από καδρόνια
όταν οι αντίπαλοι έστηναν
οδοφράγματα
στα παλιά δρομάκια
τα λασπωμένα
έβγαιναν και σκοπιές
και φρουρές
Έστηναν και ενέδρες
''Αλτ τίς ει''
''Είσαι ό''
τη μάχη κέρδιζε,και
όχι τον πόλεμο
αυτός που είχε συνάψει
τις καλύτερες συμμαχίες,γιατί
στον πόλεμο αυτό
έπαιρναν μέρος και παιδιά
από άλλες γειτονιές
οι παιδικές συμμορίες
με τα ξύλινα ντουφέκια
οι συμμορίες
με τις σφενδόνες
οι συμμορίες
με τα τσέρκια
και οι συσχετισμοί δυνάμεων
άλλαζαν συνέχεια
στη μυστική διπλωματία
Στο τέλος
έτρεχαν οι μεγάλοι
να μαζέψουν τους ''σκοτωμένους''
πριν τη χαριστική βολή
έπεφτε το ξύλο της αρκούδας
φώναζαν
δεν θα ξαναβγείτε έξω
μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία
παιδικοί θρίαμβοι
για τα επόμενα παραμύθια
του παιδικού κόσμου
του λευκού,όμως
ο εγωϊσμός
δεν αντέχει
την ταπείνωση της ήττας
η εκδίκηση είναι δική μου
μέχρις εξοντώσεως
να πάρουν
το αίμα πίσω
Η συνέχεια,στους δρόμους
κλέφτες κι αστυνόμοι
''φίλα σταυρό,ότι
δεν με μαρτύρησες...
ατέλειωτες οι διαδρομές
ατέλειωτο το τρεχαλητό
ατέλειωτη η αλητεία
χαθήκαν κι αυτά
κανένα παιδί
δεν μεγαλώνει πια
σ'αυτή τη γειτονιά
τη κάτω
του ''Λάκκου''
ποιά αγκαλιά να τα σκεπάσει,ούτε
η αγκαλιά του ήλιου
να τα ζεστάνει
πάει ο καιρός,
ο καιρός των φτωχών
πού τύχη
πόρνη τύχη
ανύπαρκτη
για τις πεθυμιές
μίσεψε κι αυτή
μίσεψαν τα όνειρα όλα
λησμονημένα
γέρασε
ο κάτω κόσμος,
κι αυτός
έρημοι τόποι
αφυδατωμένοι
αζήτητα απολιθώματα
που δεν θα βλαστήσουν
Ποτέ
απομεινάρια των ''ανθρώπων''
με ησυχία αγιοσύνης ηδονική
με νύχτες αξημέρωτες,που
βουβαίνουν τα αναφιλητά
με νύχτες εμπύρετες
νύχτες
αναιμικές
με χνώτο βαρύ
ερώτων εκδιδόμενων
με μνήμες
ακόλαστων προσευχών
Οι προσευχές
ματαιώνονται,όταν
οι υποσχέσεις
δεν εκπληρώνονται
φυλακισμένες στο παρελθόν
τυραννισμένες
από το προπατορικό
περιμένοντας υπομονετικά
να λύσουν τη σιωπή τους
και τον κώδικα τιμής,για
να μας πουν τα κρυμμένα μυστικά
κλειδωμένες οι οδηγίες
στο τελαυταίο συρτάρι
και οι εντολές για μια ''ζωή ''
της δωρήτριας μάνας
το κλειδί στα εικονίσματα
Μνήμες γερασμένες
κενές οι ζωές
βιασμένες οι ζωές
της αδικημένης νεότητας
από το στοιχειωμένο παρελθόν
το ανομοιοκατάληκτο
Και σ'αυτές τις κλειστές πόρτες
που χάσκουν
στα ερημωμένα σπίτια
με τους ξεφλουδισμένους τοίχους
που φανερώνουν
τις αμέτρητες στρώσεις
του ασβέστη
άδειους από τις παλιές
κιτρινισμένες φωτογραφίες
τα ξεθωριασμένα γράμματα
ζαρωμένα
αθυρόστομα
έπεσαν μέσα στα χαλάσματα
μαζί με τις σημαδεμένες τράπουλες
στον πάτο
του σπασμένου πυθαριού
τα παλαιά συρτάρια
γεμάτα
με ανυπόγραφες διαθήκες
οι παιδικές κούκλες
χωρίς ρούχο,
πάνω στις ξεπατωμένες
καρέκλες,ατέλειωτες
οι στειρώσεις
Όμως
πόρτες ανοιχτές
στα κορίτσια
ειδώλια της σιωπής
με χαρακιές στα στήθη
της άδικης κατάρας,που
κανείς δεν βλέπει
τελευταίο τετράγωνο αριστερά
με τα δακρυσμένα
χλωμά πρόσωπα,δακρυσμένα
και τα όνειρα
σπαρακτικά
παραλυτικά
έσυραν την αιχμαλωσία
με τα ξεβαμμένα,
θολά μάτια
τα μελανιασμένα
από την ατέλειωτη λύπη
τα ξεχασμένα
να πολιτογραφηθούν
που πίσω
από το σπασμένο τζάμι
στο μικρό παράθυρo
του νεροχύτη
γεμάτο από χνώτα
με τα φθαρμένα χρώματα
και το λιωμένο ξύλο
γκρεμισμένο το εικονοστάσι
με τα βουρκωμένα εικονίσμστα
τα παλιά
με τα διαλυμένα΄κρόσσια
τους ξύλινους σταυρούς
με τα αποξηραμένα αντίδωρα,
τα φυλαχτά
της Τσιγγάνας
με τις βασκανίες
συνέχεια βγαίνει
κατακάθι του καφέ
στα αναποδογυρισμένα φλυτζάνια
τα μελανά.
Γαμώτο,
καμιά χαρά
δεν μου βγαίνει στο φλυτζάνι,
πες μου κι άλλα
κερά Μαρία.
Άνοιξέ το,γαμώτο μου
Αύριο θα ξανάρθω
Μη με ξεχνάς
χωρίς λάδι
το καντήλι της γιαγιάς
με μυρωδιά από τρεμάμενο οξυγόνο
λιγοστό το φως
στα έρημα δωμάτια
σπαρακτικού ριζικού
αλειτούργητα
το ψάθινο πανέρι
πάνω στα πεθαμένα έπιπλα
ένα δάκτυλο η σκόνη
με τα πικραμένα άνθη
που δεν πρόλαβαν
να στολίσουν
κρυφά τον Επιτάφιο
θωρούν με θλίψη,ότι
πριν ανθίσουν
ξεράθηκαν
γερασμένοι οι χτύποι της καρδιάς
από τα κολασμένα
τραύματα της ψυχής
Γράφουν
με το τρεμάμενο δάκτυλο
και τη μύτη
κολλημένη στο τζάμι
που μυρίζει
σάρκα μπόχας και
είναι γραμμένες
οι ασήμαντες ιστορίες ζωής
της ξέσκεπης δυστυχίας
γυμνό το δάκτυλο
κρύο,κοκαλωμένο
κουρασμένο
σκούριασε ανάμεσα
στα κρυμμένα τάματα
εξομολόγηση στυφή
στο Θεό του ήλιου
κι όχι
στο σκοτεινό Θεό των καταγωγίων.
μοναχικός θρήνος
κατά παντός για τα πάθη.
ικεσία της Μοίρας
για την απελπισμένη ήττα της ζωής.
δεν συναίνεσαν στις ιερατικές πράξεις των άλλων
της τάξης και ασφάλειας
ντροπή του καθωσπρεπισμού
με βαθιά κατάνυξη
ν'ανοίξει η γη και να με καταπιεί
ύστατου συγχωρεμού,του
ύστατου Κύριε ελέησον,όμως
αληθινή
δέηση μνήμης
νεκρική η σιγή
στο νεκροταφείο
που χάσκουν τα μνήματα
που είναι
ταριχευμένη
η ελπίδα
του Πάτερ ημών
επαληθεύει το χαμό,επαληθεύει
στον ικετευτικό επίλογο
το ολοκαύτωμα των ψυχών
στο απαγορευμένο
στο στοιχειωμένο κόκκινο καλντερίμι της χαμένης αθωότητας
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ
ΕΚΘΕΣΙΑΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1] ΙΣΟΓΕΙΟ α] Μικρή εσωτερική αυλή : Εκθεσιακή ενότητα, ''Το κορίτσι με το ροζ του λουλακί ''
[ α]'' Η κοπέλα με το γαλάζιο κορδελάκι'' β] Η κοπέλα με το ρούχο το με-
ταξωτό'' γ] ''Η κοπέλα με τους λεμονανθούς''
β] Μικρή αίθουσα [1] : Εκθεσιακή ενότητα,'' Πορτρέτο χωρίς όνομα''
γ] Μικρή αίθουσα [2] : Εκθεσιακή ενότητα,'' Το μαγευτικό πορτρέτο της γης των θρύλων''
'' Το χρυσοποίκιλτο της Πανσελήνου''
και '' Η αθέατη πλευρά...του άχρονου χρόνου
δ] Μεγάλη αίθουσα : Εκθεσιακή ενότητα,'' Τα ροζ παράθυρα του Λάκκου ''
Ζωγραφική - Γλυπτική - Χαρακτική
2] ΟΝΤΑΣ α] Μικρή αίθουσα : Εκθεσιακή ενότητα,'' Οι Πρίγκιπες του Λάκκου''
'' The Princes of ''Lakkos''
[ από τη σειρά '' Πέτρα και χρώμα'' ]
β] Μεγάλη αίθουσα : Εκθεσιακή ενότητα,'' γλυπτική''
[ από τη σειρά '' Πέτρα και χρώμα '' ] και
στο μέσον '' Η χαμένη αθωότητα του Λάκκου ''
[ από τη σειρά '' Τα ροζ παράθυρα του ''Λάκκου''
'' The pink windows of ''Lakkos'']
Επίσης, '' Οι σφραγιδόλιθοί μου''
'' Τα γραμματόσημά μου''
'' Πορτρέτα επί ξύλου ''
'' Πορτραίτα επί πέτρας ''
'' ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ''
''Γλυπτική επί χάρτου ''
'' Γλυπτική επί ξύλου ''
[ από τις σειρές '' Πέτρα και χρώμα ''
'' Λάκκος,το απαγορευμένο κόκκινο καλντερίμι της χαμένης αθωότητας
''Είμαι ο Κανένας''
'' Τα ροζ παράθυρα του ''Λάκκου''
''Πορτρέτο χωρίς όνομα''
''Το κορίτσι με το ροζ του λουλακί''
' 'Το πορτρέτο του κρητικού τοπίου''
''Η αθέατη πλευρά...του άφωτου φωτός
''Το κορίτσι με τα μπλε βελούδα''
''To κορίτσι με το κόκκινο στο κόκκινο''
'' Μαύρο στο μαύρο''
''Magie de femme''
''Red to red''
''Οι έσχατοι'' ''Των Αγίων''
'' Η αθέατη πλευρά της παράδεισος''
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ Ζωγράφος - Γλύπτης - Χαράκτης